-
1 обвал
η κατολίσθηση, η καθίζηση, η κατάρρευσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > обвал
-
2 вдоль
επίρ.κατά μήκος•вдоль берега κατά μήκος της ακτής ή της όχθης.
εκφρ.вдоль и поперек – κατά μήκος και κατά πλάτος (προς όλες τις κατευθύνσεις) μτφ. καλά, λεπτομερώς. -
3 очертание
очертани||ес1. τό περίγραμμα, ἡ γραμμή:\очертаниея берега ἡ γραμμή τής ἀκτής·2. перен τό διάγραμμα:\очертаниея будущего рома́на τό διάγραμμα τοῦ μελλοντικοῦ μυθιστορήματος.